Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. undisturbed [βρετ ʌndɪˈstəːbd, αμερικ ˌəndəˈstərbd] ΕΠΊΘ
1. undisturbed (untouched):
II. undisturbed [βρετ ʌndɪˈstəːbd, αμερικ ˌəndəˈstərbd] ΕΠΊΡΡ
undisturbed play, sleep, work:
- undisturbed
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.