Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. farm [βρετ fɑːm, αμερικ fɑrm] ΟΥΣ
IV. farmed ΕΠΊΘ
farmed fish:
I. pig [βρετ pɪɡ, αμερικ pɪɡ] ΟΥΣ
2. pig μτφ, οικ, μειωτ αρσ/θηλ:
3. pig (policeman):
III. to pig oneself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
I. pig [pɪg] ΟΥΣ
pig [pɪg] ΟΥΣ
I | farm |
---|---|
you | farm |
he/she/it | farms |
we | farm |
you | farm |
they | farm |
I | farmed |
---|---|
you | farmed |
he/she/it | farmed |
we | farmed |
you | farmed |
they | farmed |
I | have | farmed |
---|---|---|
you | have | farmed |
he/she/it | has | farmed |
we | have | farmed |
you | have | farmed |
they | have | farmed |
I | had | farmed |
---|---|---|
you | had | farmed |
he/she/it | had | farmed |
we | had | farmed |
you | had | farmed |
they | had | farmed |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.