Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
antisocial behaviour ΟΥΣ U
behaviour βρετ, behavior αμερικ [βρετ bɪˈheɪvjə, αμερικ bəˈheɪvjər] ΟΥΣ
1. behaviour (of person, group, animal):
2. behaviour (of substance, chemical):
στο λεξικό PONS
antisocial [ˌæn·t̬ɪ·ˈsoʊ·ʃ ə l] ΕΠΊΘ
1. antisocial (harmful to society):
2. antisocial (not sociable):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- anti-Semite
- anti-Semitic
- anti-Semitism
- antisepsis
- antiseptic
- antisocial behaviour
- anti-spam
- antispasmodic
- antistatic
- anti-strike
- antisubmarine