Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: τραυλός , έπαυλη , τραχύς , τρανός , τραίνο , τραστ , τραβώ και τραύμα

II . τραυλ|ός <-ή, -ό> [traˈvlɔs] SUBST αρσ/θηλ

1. τραυλός (που επαναλαμβάνει φθόγγους):

Stotterer αρσ (Stotterin) θηλ

2. τραυλός (που ψευδίζει):

Lispler(in) αρσ (θηλ)

3. τραυλός (που ψελλίζει):

Stammler(in) αρσ (θηλ)

έπαυλη [ˈɛpavli] SUBST θηλ

τραύμα [ˈtravma] SUBST ουδ

1. τραύμα (βλάβη του σώματος):

Verletzung θηλ

2. τραύμα ΨΥΧ:

Trauma ουδ

I . τραβ|ώ <-άς, -ηξα, -ήχτηκα, -ηγμένος> [traˈvɔ] VERB μεταβ

1. τραβώ (γενικά: έλκω, και: σπαθί, μαχαίρι, πιστόλι, φελλό, δόντι):

2. τραβώ (κουρτίνες):

3. τραβώ (ρυμουλκώ, σέρνω):

4. τραβώ (χρήματα από τράπεζα):

7. τραβώ (παρατείνω υπερβολικά: λόγο, θέμα):

II . τραβ|ώ <-άς, -ηξα, -ήχτηκα, -ηγμένος> [traˈvɔ] VERB αμετάβ

2. τραβώ (σόμπα, αυτοκίνητο):

III . τραβιέμαι VERB αυτοπ ρήμα

1. τραβιέμαι (αποσύρομαι):

τραστ [trast] SUBST ουδ αμετάβλ ΟΙΚΟΝ

Trust αρσ

τραν|ός <-ή, -ό> [traˈnɔs] ΕΠΊΘ

1. τρανός (ολοφάνερος):

2. τρανός (σπουδαίος σε δύναμη):

τραχ|ύς <-ιά, -ύ> [traˈçis] ΕΠΊΘ

1. τραχύς:

rau

2. τραχύς μτφ (απότομος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский