Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψευδίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψευδί|ζω <-σα> [psɛˈvðizɔ] VERB αμετάβ (προφέρω θ αντί σ)

ψευδίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский