Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τραυλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τραυλί|ζω <-σα> [traˈvlizɔ] VERB αμετάβ

1. τραυλίζω (επαναλαμβάνω φθόγγους σπασμωδικά):

τραυλίζω

2. τραυλίζω (ψευδίζω):

τραυλίζω

3. τραυλίζω (ψελλίζω):

τραυλίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский