Ελληνικά » Γερμανικά

σπασμωδικ|ός <-ή, -ό> [spazmɔðiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. σπασμωδικός:

2. σπασμωδικός (υπερβολικά βιαστικός):

αντισπασμωδικό [andispazmɔðiˈkɔ] SUBST ουδ

αντισπασμωδικ|ός <-ή, -ό> [andispazmɔðiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αποσπασματικά [apɔspazmatiˈka] ΕΠΊΡΡ

σπασμέν|ος <-η, -ο> [spazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. σπασμένος (πιάτο, ξύλο κτλ):

2. σπασμένος (κόκκαλο, γερμανικά κτλ):

σπασίκλας [spaˈsiklas] SUBST αρσ, σπασίκλα [spaˈsikla] SUBST θηλ

Streber(in) αρσ (θηλ)

πλασμώδιο [plazˈmɔðiɔ] SUBST ουδ ΒΙΟΛ

σπάδικας [ˈspaðikas] SUBST αρσ ΒΟΤ

σπασμός [spazˈmɔs] SUBST αρσ

ψαλμωδικ|ός <-ή, -ό> [psalmɔðiˈkɔs] ΕΠΊΘ

χασμωδία θηλ ΓΛΩΣΣ
Hiatus αρσ
χασμωδία θηλ ΓΛΩΣΣ
Hiat αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский