Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψελλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψελλί|ζω <-σα> [psɛˈlizɔ] VERB αμετάβ

ψελλίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский