Ελληνικά » Γερμανικά

διαφωνία [ðiafɔˈnia] SUBST θηλ

3. διαφωνία ΜΟΥΣ:

Dissonanz θηλ

διαφάνεια [ðiaˈfania] SUBST θηλ

1. διαφάνεια (ιδιότητα του γυαλιού):

2. διαφάνεια (καθαρότητα):

Klarheit θηλ

3. διαφάνεια μτφ (σε κάποια διαδικασία):

Transparenz θηλ

διάφωτ|ος <-η, -ο> [ðiˈafɔtɔs] ΕΠΊΘ

διαφωτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiafɔˈtizɔ] VERB μεταβ

διαφώτισ|η <-εις> [ðiaˈfɔtisi] SUBST θηλ

τέμνουσα [ˈtɛmnusa] SUBST θηλ

1. τέμνουσα ΜΑΘ (γραμμή):

Sekante θηλ

2. τέμνουσα ΜΑΘ (λόγος):

Sekans αρσ

διαφαν|ής <-ής, -ές> [ðiafaˈnis], διάφαν|ος [ðiˈafanɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

2. διαφανής μτφ (προφανής):

3. διαφανής μτφ (σωστός, όχι κρυφτός):

διαφθορά [ðiafθɔˈra] SUBST θηλ

1. διαφθορά (ανηθικότητα):

Verdorbenheit θηλ

2. διαφθορά (κατάπτωση):

Verfall αρσ

3. διαφθορά (δωροδοκία):

Korruption θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский