Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαφωτιστής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαφωτιστής (διαφωτίστρια) [ðiafɔtisˈtis, ðiafɔˈtistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) ΙΣΤΟΡΊΑ

Aufklärer(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский