Γερμανικά » Ελληνικά

irreführen [ˈɪrə-] VERB μεταβ auch μτφ

irreführend ΕΠΊΘ (Behauptung)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский