Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εντατική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εντατική [ɛndatiˈci] SUBST θηλ (νοσοκομείου)

εντατική

Παραδειγματικές φράσεις με εντατική

εντατική διαφήμιση
εντατική ιατρική
εντατική καλλιέργεια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский