Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ένταξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ένταξ|η <-εις> [ˈɛndaksi] SUBST θηλ

1. ένταξη (τοποθέτηση κατά σειρά):

ένταξη
Einordnung θηλ

2. ένταξη (ενσωμάτωση):

ένταξη
Aufnahme θηλ
ένταξη σε
Beitritt αρσ zu +δοτ
ένταξη στην ΕΕ
EU-Beitritt αρσ
Beitrittskandidaten αρσ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με ένταξη

ένταξη στην ΕΕ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский