Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενσωματώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενσωματώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛnsɔmaˈtɔnɔ] VERB μεταβ

ενσωματώνω σε
integrieren in +αιτ
ενσωματώνω σε
aufnehmen in +αιτ
ενσωματώνω σε
inkorporieren in +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский