Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ένταλμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ένταλμα [ˈɛndalma] SUBST ουδ

1. ένταλμα ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

ένταλμα
Anweisung θηλ
ένταλμα πληρωμής

ιδιωτισμοί:

ένταλμα σύλληψης
Haftbefehl αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ένταλμα

ένταλμα ουδ σύλληψης
Haftbefehl αρσ
ένταλμα σύλληψης
Haftbefehl αρσ
ένταλμα πληρωμής
ευρωπαϊκό ένταλμα ουδ σύλληψης EE

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский