Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βερνίκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βερνίκι [vɛrˈnici] SUBST ουδ

1. βερνίκι (για προστασία, ζωγράφου):

βερνίκι
Firnis αρσ

2. βερνίκι (για στίλβωση):

βερνίκι
Lack αρσ
βερνίκι νυχιών
Nagellack αρσ
βερνίκι για παπούτσια
Schuhcreme θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με βερνίκι

διαφανές βερνίκι
Klarlack αρσ
βερνίκι νυχιών
Nagellack αρσ
βερνίκι για παπούτσια
Schuhcreme θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский