Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θήκη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θήκη [ˈθici] SUBST θηλ

1. θήκη (κιβώτιο):

θήκη
Kiste θηλ
Allzweckbox θηλ

2. θήκη (κασούλα):

θήκη
Kästchen ουδ
Nähkasten αρσ

3. θήκη (δοχείο):

θήκη
Behälter αρσ

4. θήκη (για γυαλιά, στυλό):

θήκη
Etui ουδ
θήκη γυαλιών
Brillenetui ουδ

5. θήκη (δίσκου, κασέτας, για έγγραφα):

θήκη
Hülle θηλ
θήκη σιντί
CD-Hülle θηλ
Sichthülle θηλ

6. θήκη (θηκάρι):

θήκη
Scheide θηλ
Messerscheide θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με θήκη

θήκη σιντί
CD-Hülle θηλ
θήκη θηλ για το μπιμπερό
Nähkasten αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский