Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θηλάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . θηλά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [θiˈlazɔ] VERB μεταβ (βυζαίνω)

θηλάζω

II . θηλά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [θiˈlazɔ] VERB αμετάβ (ρουφώ)

θηλάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский