Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Fleisch , fleischig , fleißig , Fleischer , flehen και Fleiß

Fleisch <-(e)s> [flaɪʃ] SUBST ουδ ενικ

2. Fleisch (ohne Knochen):

ψαχνό ουδ

fleischig ΕΠΊΘ

fleißig ΕΠΊΘ

2. fleißig οικ (regelmäßig):

Fleischer <-s, -> SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский