Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνήθεια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνήθεια [siˈniθia] SUBST θηλ

1. συνήθεια (κάποιου ατόμου):

συνήθεια
Gewohnheit θηλ
έχει τη συνήθεια να
του έγινε/το πήρε συνήθεια
αποκτώ τη συνήθεια να
sich δοτ angewöhnen zu
κόβω τη συνήθεια να
sich δοτ abgewöhnen zu
από συνήθεια
Kaufgewohnheiten θηλ πλ

2. συνήθεια (έθιμο):

συνήθεια
Brauch αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με συνήθεια

από συνήθεια
αποκτώ τη συνήθεια να
sich δοτ angewöhnen zu
έχει τη συνήθεια να
κόβω τη συνήθεια να
sich δοτ abgewöhnen zu
κόβω μια συνήθεια
του έγινε/το πήρε συνήθεια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский