Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χασάπης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χασάπ|ης <-ηδες> [xaˈsapis] SUBST αρσ

1. χασάπης (κρεοπώλης):

χασάπης
Fleischer αρσ

2. χασάπης μειωτ (χειρουργός):

χασάπης
Kurpfuscher αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский