Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εργατικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εργατικ|ός <-ή, -ό> [ɛrɣatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

3. εργατικός (φίλεργος):

εργατικός

Παραδειγματικές φράσεις με εργατικός

εργατικός κόσμος
εργατικός αγώνας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский