Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εργαστήριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εργαστήριο [ɛrɣasˈtiriɔ] SUBST ουδ

1. εργαστήριο (του τεχνίτη):

εργαστήριο
Werkstatt θηλ

2. εργαστήριο (επιστημονικό):

εργαστήριο
Labor ουδ
εργαστήριο
Laboratorium ουδ
ραδιοχημικό εργαστήριο

Παραδειγματικές φράσεις με εργαστήριο

ραδιοχημικό εργαστήριο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский