Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εργατικά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εργατικά [ɛrɣatiˈka] SUBST ουδ πλ (αμοιβή του εργάτη)

εργατικά
Arbeitslohn αρσ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский