Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εργατικότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εργατικότητα [ɛrɣatiˈkɔtita] SUBST θηλ

εργατικότητα
Fleiß αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский