Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δυναμικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δυναμικό [ðinamiˈkɔ] SUBST ουδ

δυναμικό
Potenzial ουδ
αναπτυξιακό δυναμικό
ανθρώπινο δυναμικό ΟΙΚΟΝ
Arbeitskräfte θηλ πλ
ανυσματικό δυναμικό
απόλυτο δυναμικό
δυναμικό δράσης ΒΙΟΛ
εργατικό δυναμικό
Belegschaft θηλ
εργατικό δυναμικό
Arbeitskräfte θηλ πλ
Fachkräfte θηλ πλ
γηγενές εργατικό δυναμικό
ηλεκτρικό δυναμικό
πυρηνικό δυναμικό
Kernpotenzial ουδ
χημικό δυναμικό

Παραδειγματικές φράσεις με δυναμικό

δυναμικό ουδ ημιστοιχείου
δυναμικό ουδ αναγωγής
δυναμικό ουδ πόλωσης
δυναμικό ουδ ψηφοφόρων
ωσμωτικό δυναμικό
νευτώνειο δυναμικό
αναπτυξιακό δυναμικό
δυναμικό εύρος ΦΩΤΟΓΡ
οικονομικό δυναμικό
ανθρώπινο δυναμικό
Arbeitskräfte θηλ πλ
ανυσματικό δυναμικό
απόλυτο δυναμικό
δυναμικό δράσης ΒΙΟΛ
εργατικό δυναμικό
ηλεκτρικό δυναμικό
χημικό δυναμικό
πυρηνικό δυναμικό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский