Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δυναμικότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δυναμικότητα [ðinamiˈkɔtita] SUBST θηλ

1. δυναμικότητα (βαθμός απόδοσης):

δυναμικότητα

2. δυναμικότητα (δυναμισμός):

δυναμικότητα
Energie θηλ
δυναμικότητα
Tatkraft θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский