Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μείωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μείωσ|η <-εις> [ˈmiɔsi] SUBST θηλ

1. μείωση:

μείωση
Verringerung θηλ
μείωση δαπανών
μείωση δαπανών

2. μείωση μτφ (ταπείνωση):

μείωση
Demütigung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με μείωση

μείωση δαπανών
αύξηση/μείωση θηλ της αξίας
μείωση θηλ του ελλείμματος
μείωση θηλ του ενοικίου
γενική μείωση θηλ φόρων
μείωση θηλ της τιμής
μείωση θηλ της ζήτησης
μείωση θηλ των πωλήσεων
μείωση θηλ της παραγωγής
μείωση θηλ των εισαγωγών
μείωση θηλ του προσωπικού
μείωση θηλ του μερίσματος
μείωση θηλ του πληθυσμού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский