Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιμελής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιμελ|ής <-ής, -ές> ΕΠΊΘ

1. επιμελής (εργατικός):

επιμελής

2. επιμελής (που κάνει τη δουλειά του καλά):

επιμελής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский