Ελληνικά » Γερμανικά

επιμελητήριο [ɛpimɛliˈtiriɔ] SUBST ουδ

επιμελητήριο
Kammer θηλ
βιομηχανικό επιμελητήριο
γεωργικό επιμελητήριο
εμπορικό επιμελητήριο
Handelskammer θηλ
Industrie- und Handelskammer θηλ
επιμελητήριο εξωτερικού εμπορίου
επαγγελματικό επιμελητήριο
Berufskammer θηλ
τεχνικό επιμελητήριο ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με επιμελητήριο

εμπορικό επιμελητήριο
βιομηχανικό επιμελητήριο
γεωργικό επιμελητήριο
επαγγελματικό επιμελητήριο
Industrie- und Handelskammer θηλ
επιμελητήριο εξωτερικού εμπορίου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский