Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιμελούμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιμελ|ούμαι <-ήθηκα, -ημένος> [ɛpimɛˈlumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. επιμελούμαι (έχω τη φροντίδα):

επιμελούμαι κάτι

2. επιμελούμαι (εξοικονομώ):

επιμελούμαι κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский