Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σάρκα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σάρκα [ˈsarka] SUBST θηλ

1. σάρκα:

σάρκα
Fleisch ουδ
παίρνω σάρκα και οστά μτφ

2. σάρκα (φρούτου):

σάρκα
Fruchtfleisch ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με σάρκα

παίρνω σάρκα και οστά μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский