Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: beklagt , bekannt , bekriegen , bekräftigen , Leibeskräfte , Abwehrkräfte και bekritteln

bekritteln [bəˈkrɪtəln] VERB μεταβ μειωτ

Abwehrkräfte <-> SUBST θηλ πλ ΙΑΤΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский