Ελληνικά » Γερμανικά

πασίγνωστ|ος <-η, -ο> [paˈsiɣnɔstɔs] ΕΠΊΘ

πασίγνωστος

πασίγνωστος ΕΠΊΘ

Καταχώριση χρήστη
πασίγνωστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский