Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πασάλειμμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πασάλειμμα [paˈsalima] SUBST ουδ

1. πασάλειμμα (επάλειψη):

πασάλειμμα
Einschmieren ουδ

2. πασάλειμμα (άτεχνη επάλειψη):

πασάλειμμα
Beschmieren ουδ

3. πασάλειμμα (αποτέλεσμα άτεχνης επάλειψης):

πασάλειμμα
Geschmiere ουδ

4. πασάλειμμα μτφ:

ένα πασάλειμμα Γερμανικών
ein paar Brocken αρσ πλ Deutsch

Παραδειγματικές φράσεις με πασάλειμμα

ένα πασάλειμμα Γερμανικών
ein paar Brocken αρσ πλ Deutsch

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский