Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φημισμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φημισμέν|ος <-η, -ο> [fimizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. φημισμένος (ξακουστός):

φημισμένος
είμαι φημισμένος για

2. φημισμένος (που έχει υπόληψη):

φημισμένος

Παραδειγματικές φράσεις με φημισμένος

είμαι φημισμένος για

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский