Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φθάνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φθάνω

φθάνω s. φτάνω

Βλέπε και: φτάνω

II . φτά|νω <-σα, -σμένος> [ˈftanɔ] VERB μεταβ

1. φτάνω (προλαβαίνω, πετυχαίνω, ανέρχομαι σε):

3. φτάνω (γίνομαι ισάξιος με κάποιον):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский