Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φθείρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φθ|είρω <-ειρα, -άρθηκα, -αρμένος> [ˈfθirɔ] VERB μεταβ

1. φθείρω (τρίβω, χαλώ):

φθείρω

2. φθείρω μτφ (ηθικά):

φθείρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский