Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άμυνα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άμυνα [ˈamina] SUBST θηλ

1. άμυνα (προσωπική):

άμυνα
Verteidigung θηλ
νόμιμη άμυνα
Notwehr θηλ
Notwehr θηλ

3. άμυνα (ανοσοποιητικές δυνάμεις):

άμυνα
Abwehrkräfte θηλ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με άμυνα

Flugabwehr θηλ
νόμιμη άμυνα
Notwehr θηλ
εθυνική άμυνα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский