Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμύνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμύν|ομαι <-θηκα> [aˈminɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. αμύνομαι (γενικά):

αμύνομαι

2. αμύνομαι (σε περίπτωση σωματικής επίθεσης):

αμύνομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский