Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άμφια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άμφια [ˈaɱfia] SUBST ουδ πλ

ιερατικά άμφια
Messgewand ουδ ενικ

Παραδειγματικές φράσεις με άμφια

ιερατικά άμφια
Messgewand ουδ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский