Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άμυλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άμυλο [ˈamilɔ] SUBST ουδ

άμυλο
Stärke θηλ
Maisstärke θηλ
νιτρικό άμυλο
Nitrostärke θηλ
άμυλο πατάτας
Broteinheit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με άμυλο

νιτρικό άμυλο
άμυλο πατάτας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский