Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: formen , fortan , forsch , forschen , fordern , fort , formal και Forst

formen [ˈfɔrmən] VERB μεταβ

1. formen (Form geben):

2. formen (Charakter):

Forst <-(e)s, -e(n)> [fɔrst] SUBST αρσ

formal [fɔrˈmaːl] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский