Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενεργητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενεργητικ|ός <-ή, -ό> [ɛnɛrjitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ενεργητικός (δραστήριος):

ενεργητικός ΓΛΩΣΣ, ΛΟΓΙΣΤ
das Aktiv ουδ

2. ενεργητικός (αποτελεσματικός):

ενεργητικός

Παραδειγματικές φράσεις με ενεργητικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский