Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „ακατάπαυστα“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

ακατάπαυστα
δουλεύω ακατάπαυστα
ακατάπαυστα, αδιάκοπα
ακατάπαυστα/ολοένα
ακατάπαυστα, αδιάκοπα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский