Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλάθω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλά|θω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈplaθɔ] VERB μεταβ

1. πλάθω (μάζα, με τα χέρια):

πλάθω

2. πλάθω (διαμορφώνω):

πλάθω

3. πλάθω (δημιουργώ):

πλάθω

Παραδειγματικές φράσεις με πλάθω

πλάθω όνειρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский