Ελληνικά » Γερμανικά

I . στοιχ|ίζω2 <-ισα, -ήθηκα, -ημένος> [stiˈçizɔ] VERB μεταβ (παρατάσσω σε σειρές)

στοιχίζω

Παραδειγματικές φράσεις με στοιχίζω

στοιχίζω πολύ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский