Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στοιχειοθετώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στοιχειοθετ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [stiçiɔθɛˈtɔ] VERB μεταβ

1. στοιχειοθετώ ΤΥΠΟΓΡ:

στοιχειοθετώ

2. στοιχειοθετώ (θεμελιώνω):

στοιχειοθετώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский