Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στοιχειώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στοιχ|ειώνω <-ειωσα, -ειώθηκα, -ειωμένος> [stiˈçɔnɔ] VERB αμετάβ

1. στοιχειώνω (αποκτώ στοιχειά):

στοιχειώνω

2. στοιχειώνω (γίνομαι στοιχειό):

στοιχειώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский