Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στοκ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στοκ [stɔk] SUBST ουδ αμετάβλ

στοκ
Vorrat αρσ
στοκ
Stock αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский